- κνημαργος
- κνήμαργοςκνήμ-αργος2белоногий
(ταῦροι Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ταῦροι Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κνήμαργος — κνήμαργος, ον (Α) 1. αυτός που έχει λευκές κνήμες 2. εκείνος που έχει χοντρές κνήμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνήμη + αργος (< ἀργός «στιλπνός, γυαλιστερός»), πρβλ. πόδ αργος, πύγ αργος] … Dictionary of Greek
κνήμαργος — white legged masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνήμαργοι — κνήμαργος white legged masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek
κνημώδης — κνημώδης, ῶδες (Α) [κνήμη] κνήμαργος*. παχύκνημος … Dictionary of Greek